- συναισθητικός
- η , ό[ν]1) чувственный; 2) осознанный, сознательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναισθητικός — ή, ό / συναισθητικός, ή, όν, ΝΑ [συναισθάνομαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συναίσθηση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το συναισθητικό (ψυχολ.) το μέρος τής ψυχολογίας που ασχολείται με το συναίσθημα … Dictionary of Greek
συναισθητική — συναισθητικός by way of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)